Στο απόφθεγμα «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» – όχι φυσικά με τη θετική έννοια που του αποδίδεται στα κείμενα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας – θα μπορούσε να συνοψιστεί το συμπέρασμα από τις καταθέσεις των βασικών υπόπτων και το πόρισμα της ΕΔΕ που διενήργησε το υπουργείο Εξωτερικών μετά την αποκάλυψη των NYT ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του είχαν εγκρίνει δύο αιτήματα της Intellexa για την άδεια εξαγωγής λογισμικού κατασκοπείας στη Μαδαγασκάρη, τον Νοέμβριο του 2021.
Γρηγόρης Δημητριάδης, Παναγιώτης Κοντολέων, Γιάννης Λαβράνος και Φέλιξ Μπίτζιος, κάποιοι δια ζώσης και άλλοι με υπομνήματα, επιχείρησαν να θέσουν εαυτούς εκτός κάδρου για το μέγα σκάνδαλο των υποκλοπών, ισχυριζόμενοι κατά την εξέτασή τους, στο πλαίσιο της έρευνας από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, ότι δε γνωρίζουν κάτι ουσιαστικό για την «ταμπακέρα». Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσαν σε πάντως όχι πιεστικές ή ουσιαστικές ερωτήσεις, δεν απέφυγαν τις αντιφάσεις.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του News247.gr, o Γρηγόρης Δημητριάδης, ανιψιός του πρωθυπουργού και πρώην υπεύθυνος του γραφείου Μητσοτάκη στο Μαξίμου, στην ευθύνη του οποίου ήταν η ΕΥΠ την περίοδο του σκανδάλου των υποκλοπών, κλήθηκε στα τέλη Ιουνίου να καταθέσει ως μάρτυρας για την υπόθεση.
«Από την ΕΥΠ καθημερινά αποστέλλονταν και παραλάμβανα αυθημερόν το σταθερό ενημερωτικό, καθώς και ad hoc ενημερώσεις, τα οποία στη συνέχεια παρέδιδα στον Πρωθυπουργό, ουδέποτε δε με ενημέρωσε ο Διοικητής ή κάποιος άλλο για επισυνδέσεις κάποιου προσώπου», ισχυρίστηκε, ενώ για τα πρόσωπα (Ιωάννης Λαβράνος, Φέλιξ Μπίτζιος, Tal Dilian και Shara-Alexandra Ηamou) που φέρονται ότι εμπλέκονται στη χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, κατά τα δημοσιεύματα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου, απάντησε: «Δεν έχω ουδεμία σχέση πλην του πρώτου, με τον οποίο είμαι κουμπάρος, ανάδοχος του δεύτερου παιδιού του».
Για τη δε περίοδο της θητείας του, ήταν κατηγορηματικός ότι η ΕΥΠ ή οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία (Αντιτρομοκρατική, ΔΙΔΑΠ κλπ) ουδέποτε προμηθεύτηκε ή έκανε χρήση παράνομου λογισμικού τύπου Predator. Υπενθυμίζεται ωστόσο, η αποκάλυψη – βόμβα του Inside Story χθες Παρασκευή, ότι ένας στους τρεις στόχους του Predator ήταν ταυτόχρονα σε παρακολούθηση από την ΕΥΠ υπό την εποπτεία Δημητριάδη, με ένα ενιαίο κέντρο υποκλοπών και παρακολουθήσεων που δρούσε με τις ευλογίες του Μαξίμου.
Για τα SMS-παγίδα που στάλθηκαν στα θύματα από τον δικό του αριθμό, ο Γρηγόρης Δημητριάδης απάντησε κατά την εξέτασή του: «Είναι μηνύματα spouf, δηλαδή φέρεται ότι είμαι εγώ ο αποστολέας, ενώ στην πραγματικότητα αποστολές ήταν άλλο, άγνωστο άτομο. Θύμα spouf δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά υπήρξαν και άλλα πρόσωπα, πολιτικά και μη», απάντησε.
«Δεν είδα τίποτα, δεν ξέρω τίποτα» και ο Κοντολέων
Ο τότε διοικητής της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων κλήθηκε επίσης για κατάθεση ως μάρτυρας στον αντεισαγγελέα του ΑΠ, στα τέλη του περασμένου Μαΐου. Μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι «το παλιό μηχάνημα επισύνδεσης, συνακόλουθα με τα περιεχόμενα και δη τα ψηφιακά αποτυπώματα από το 2008, καταστράφηκε με σχετικό πρωτόκολλο, παρουσία του εισαγγελικού λειτουργού και για το οποίο έλαβε γνώση η αρμόδια Αρχή, η ΑΔΑΕ».
Ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ επανέλαβε ότι οι μυστικές υπηρεσίες δεν αγόρασαν ούτε ενοικίασαν ούτε έκαναν χρήση του παράνομου λογισμικού Predator, με τη σημείωση ότι η νόμιμη επισύνδεση λαμβάνει χώρα αυστηρά εντός της ελληνικής επικράτειας, «ενώ η προέλευση μηνυμάτων με το παράνομο λογισμικό Predator, από ό,τι γνωρίζω και από τις συνεργαζόμενες υπηρεσίες, μπορεί να έχει χώρα προέλευσης Αμερική, Γαλλία κλπ. και δη από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, δεδομένου ότι κινείται μέσω ίντερνετ», όπως είπε, χωρίς να δεχτεί διευκρινιστική ερώτηση, ενώ δε ρωτήθηκε ούτε για την αποκάλυψη ότι ένας στους τρεις στόχους του Predator παρακολουθείτο διαδοχικά και από τη δική του υπηρεσία.
Ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ φρόντισε άλλωστε να απαλλάξει τους κ.κ. Μητσοτάκη και Δημητριάδη. «Οι πολιτικοί μου προϊστάμενοι, Γενικός Γραμματέας και Πρωθυπουργός, σε θέματα επιχειρησιακά -συγκέντρωση πληροφοριών, επιλογή στόχων, μεθόδων, έκδοση εισαγγελικών διατάξεων κλπ – δεν είχαν καμία ενημέρωση από εμένα ούτε και οι ίδιοι το ζήτησαν ποτέ».
«Την εταιρεία Intellexa (σημ. ιδιοκτησίας του Ισραηλινού Tal Dilian, που εμπορευόταν το Predator) τη γνωρίζω γιατί συζητείται παγκοσμίως για τις δραστηριότητές της στον τομέα των παράνομων λογισμικών», είπε ακόμη ο κ. Κοντολέων. «Τους εκπροσώπους αυτών των εταιρειών δεν τους γνωρίζω, ούτε τον Φέλιξ Μπίτζιο (σημ. από τη δημοσιογραφική έρευνα έχει προκύψει ότι ο Μπίτζιος ήταν μέτοχος της Intellexa). Τον δε Γιάννη Λαβράνο τον γνωρίζω κοινωνικά εδώ και 15 έτη περίπου. Δεν γνωρίζω τι σχέση έχει με τον Μπίτζιο».
Παρόμοιο «βιολί» και οι ύποπτοι
Ανύπαρκτο και προϊόν μερίδας του αντιπολιτευτικού Τύπου είναι το σκάνδαλο των υποκλοπών, με στόχο εθνική και πολιτική κρίση στη χώρα, κατά τον επιχειρηματία Γιάννη Λαβράνο, που εξετάστηκε ως ύποπτος και στο υπόμνημα έγγραφων εξηγήσεων προς τον αντεισαγγελέα του ΑΠ, υποστηρίζει ότι δε γνωρίζει για ποιο λόγο ενεπλάκη το όνομά του στην υπόθεση.
«Οι στρατευμένοι στην εν λόγω προσπάθεια δημοσιογράφοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη στενή φιλική σχέση και πνευματική συγγένεια (κουμπαριά) που είχα με τρία κορυφαία πολιτικά στελέχη της κυβέρνησης της Ν.Δ. – Θάνο Πλεύρη, Νίκο Παναγιωτόπουλο και Γρηγόρη Δημητριάδη – και να με διασύρουν με ψευδείς και έωλες κατηγορίες», διαβάζουμε.
Επαναλαμβάνει ότι λανθασμένα έχει συνδεθεί με την εταιρεία KRIKEL και υποστηρίζει ότι ουδέποτε υπήρξε εκπρόσωπος, δικαιούχος ή εργαζόμενός της. Κατονόμασε ως διαχειριστή της εταιρείας, αρχικά τον Πολωνό Πελτσάρ Στάνισλαβ Σίμον και στη συνέχεια τον Σταμάτη Τριμπάλη.
Από τη δημοσιογραφική έρευνα, όμως, (σημ. εσωτερικά email από άλλη υπόθεση) προκύπτει ότι Λαβράνος και Μπίτζιος είχαν προετοιμάσει την τοποθέτηση του Πολωνού στη θέση του διαχειριστή της KRIKEL, η οποία στη συνέχεια είχε εξασφαλίσει έξι απόρρητες συμβάσεις με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Ο ίδιος λέει ότι μέχρι σήμερα δεν αποδεικνύεται «τέλεση αδικήματος παράνομων παρακολουθήσεων», υποστηρίζοντας ότι το εργαστήριο Citizen Lab του Τορόντο (σημ. το οποίο εντόπισε το λογισμικό στην Ελλάδα) δεν χορήγησε στοιχεία για τη χρήση του, παρά μόνο «εικασίες και εκτιμήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αξιολογηθούν σε επίπεδο Ποινικού Δικαίου». Ωστόσο, το sms-παγίδα του Predator στο κινητό του Νίκου Ανδρουλάκη είχε εντοπιστεί από την Υπηρεσία Ψηφιακής Ασφάλειας (CERT) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Με την ιδιότητα του υπόπτου κλήθηκε από τον εισαγγελέα, στις αρχές Ιουλίου, και ο επιχειρηματίας Φέλιξ Μπίτζιος. Κατέθεσε επίσης υπόμνημα έγγραφων εξηγήσεων, υποστηρίζοντας ότι «δεν έχει ουδεμία εμπλοκή ή συμμετοχή στα φερόμενα περιστατικά παράνομης παρακολούθησης των συσκευών κινητών τηλεφώνων φυσικών προσώπων, μέσω του λογισμικού Predator ή οποιουδήποτε άλλου».
Για την εταιρεία Intellexa που εμπορευόταν το Predator, o επιχειρηματίας επαναλαμβάνει ότι δεν έχει οποιαδήποτε διοικητική εξουσία ή εκπροσώπηση (σημ. από τη δημοσιογραφική έρευνα έχει προκύψει ότι ο Μπίτζιος ήταν μέτοχος της Intellexa). Ο ίδιος στο υπόμνημά του χαρακτηρίζει «εξαίρεση» την περίοδο από τον Μάιο του 2020 ως τα τέλη Ιουνίου 2021 οπότε διετέλεσε αναπληρωματικός σύμβουλος-διαχειριστής της εταιρείας, λέγοντας πως ακόμη και τότε είχε δικαίωμα άσκησης των καθηκόντων του «μόνο σε περίπτωση που θα δήλωνε κώλυμα η διαχειρίστρια Σάρα Χαμού».
Αναφερόμενος στην εταιρεία λογισμικού ολοκληρωμένων συστημάτων Santinimo Ltd., την οποία ίδρυσε, ο ίδιος υποστηρίζει ότι το γεγονός πως είναι μέτοχος της εταιρείας, η οποία με τη σειρά της εξαγόρασε το 35% της Intellexa, «δε συνεπάγεται άσκηση οποιασδήποτε διαχειριστικής εξουσίας και διοικητικών καθηκόντων από μέρους μου».
«Ξέφραγο αμπέλι» οι υπηρεσίες του ΥΠΕΞ;
Στη δικογραφία των υποκλοπών περιλαμβάνεται το πόρισμα της ΕΔΕ που έκανε το Υπουργείο Εξωτερικών, μετά την αποκάλυψη των NYT για την εξαγωγή του Predator, με τη συνδρομή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στο αυταρχικό καθεστώς της Μαδαγασκάρης, τον Νοέμβριο του 2021.
Το «λογισμικό εισβολής» χαρακτηρίζεται είδος «διττής χρήσης» και μεταξύ άλλων, στα συμπεράσματα σημειώνεται από τον αξιωματούχο του ΥΠΕΞ που έκανε τον εσωτερικό πειθαρχικό έλεγχο: «Ο έλεγχος των αιτημάτων εξαγωγής ειδών διττής χρήσης ήταν τυπικός και όχι ουσιαστικός. Θα έπρεπε να ελέγχεται η ύπαρξη πιστοποιητικού τελικού χρήστη, που όπως διαπίστωσα απουσίαζε σε πολλά αιτήματα».
Στην ΕΔΕ αναφέρεται ακόμη ότι οι χειρίστριες του ελληνικού υπουργείου επεξεργάζονταν αιτήματα χωρίς σφραγίδες και υπογραφές των εταιρειών. «Το διττής χρήσης προϊόν θεωρείτο “ανώδυνο” και επομένως ο έλεγχος ήταν μόνο επιφανειακός. Η όλη “διαδικασία” μου έδωσε την εντύπωση μιας “διαδικασίας ρουτίνας”».
Και πιο κάτω: «Οι αρμόδιες χειρίστριες δεν είχαν το απαραίτητο επιστημονικό υπόβαθρο να αντιληφθούν τη σημασία του κινδύνου που υποκρύπτει ένα διττής χρήσης προϊόν […] Η αντιμετώπιση των αιτημάτων γινόταν ως να αποτελούν μέρος μιας “καθημερινότητας”, χωρίς κανένα ίχνος ουσιαστικού και σε βάθος ελέγχου».
«Ας μου επιτραπεί η έκφραση “μία υπηρεσία στον αέρα”, χωρίς διαδικασίες και έλεγχο».